Τούτα τα κομμάτια είναι διαποτισμένα από την εκμηδένιση ενός κόσμου που δύει, μιας ζωής που ναυαγεί σ’ ένα βυθό πραγμάτων και πράξεων, που φωτίζονται από την αναπόληση. Υπάρχει κάτι ελάχιστο κι απροσδιόριστο, ο μαραμένος σπόρος μιας ευτυχίας περασμένων καλοκαιριών. Η ζωή, εδώ, δεν περιβάλλεται από ιδέες, περνάει, πολύ διακριτικά, ανάμεσα στο φως και στη σκιά, είναι πιο αμίλητη και πιο ελαφριά κι από ένα φύσημα ανέμου, που αναταράζει την επιφάνεια μιας κουρτίνας. […] Αλλ’ αυτό που αξίζει περισσότερο κι από τις λέξεις, περισσότερο κι από τις φωτοσκιάσεις των σημασιών, είναι ίσως η διάρθρωση του λόγου, η στίξη, η σύνταξη, ο τρόπος που σβήνει το κείμενο, πέφτοντας απότομα, αλλά δίχως ήχο ή βάρος, σ’ ένα απροσδιόριστο βάθος, χωρίς να κλείνει, χωρίς να τελειώνει : «Ζουν ακόμα ο πατέρας και η μάνα μου. Μα πού να ’ναι ο μπαμπάς και η μαμά; Σε μια δασωμένη εποχή κατοικούν τα κορίτσια που υπήρξα, σε μια περασμένη εξοχή, σε μια πατρίδα στο χρόνο που δεν μπορώ να επιστρέψω. Ένας καιρός ανάποδος με τραβάει στ’ ανοιχτά. Κι απομακρύνονται παραλίες και κήποι. Γερνώ, ξενιτεύομαι».
–ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, «Οι ιστορίες του λιναριού», Ελευθεροτυπία, 17.7.1986
Αμάγαλμα πεζογραφήματος, ποίησης και παραμυθιού, οι μικρές αυτές νησίδες λόγου κλείνουνε μέσα τους μια αδυσώπητη μοναξιά, μια απέραντη θλίψη, που διαχέεται σε μικρούς κυματισμούς, διακριτικά, σχεδόν αθόρυβα, γι’ αυτό και πειστικά, και μόνο την τελευταία στιγμή, στην τελευταία σελίδα ακούγεται μια και μοναδική κραυγή, που η σκληρότητά της δένει έναν κόμπο στο λαιμό: « Ω άνδρες Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι ! Με σακατέψατε ».
– ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, «Πικρές νησίδες λυρισμού», 1994
Ο παραπειστικός υπότιτλος Πεζά μόλις που καλύπτει την αληθινή φύση των γραπτών της: λυρικές πρόζες. Στην πραγματικότητα, μυθολογήματα που συνέχει με τη συνέπειά της η όλη ατμοσφαιρική ενότητα: υπαρξιακή αυτοανάλυση, έλεγχος της μοναχικότητας, αναπολήσεις, ανάπλαση των περασμένων καιρών. [...] Η ψυχή της ποιήτριας ζει έντονες ταραχές· ο πόνος είναι κατάδηλος παντού· και, φυσικά, το μίγμα αλληγορίας και «μαύρου αστεϊσμού» κάνει απλά πιο ανάγλυφα τα «πάθη», που δεν είναι «του λιναριού».
– ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ «Βιβλιοδείκτες », Η Πρώτη, 26.9.1986
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου